σταφυλοβόλος

σταφυλοβόλος
-ον, Α
κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή τού σταφυλοβολείου («πλίνθοι σταφυλοβόλοι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταφυλοβολείον — και σταφυλοβόλιον, τὸ, Α [σταφυλοβόλος] ο ληνός, το πατητήρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”